-
1 συνεπικιρνάω
4 [suff] συνεπι-κλάω, break or bow down at once, metaph.,τῆς αἰσθήσεως συνεπικλώσης τὴν διάνοιαν Plu.Phil.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπικιρνάω
См. также в других словарях:
συνεπικλώ — άω, Α μτφ. κλονίζω ταυτόχρονα («τῆς αἰσθήσεως συνεπικλώσης τὴν διάνοιαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικλῶ «κάμπτω, κλονίζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek